ακραίος

ακραίος
αία, ο[ν] последний, крайний;

ακραίος σταθμός — конечная станция ,


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακραίος" в других словарях:

  • ἀκραῖος — extremities masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακραίος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 8 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σατρών. II Επίθετο που δινόταν στους θεούς ή τις θεές, που είχαν ναούς ή βωμούς σε βουνά, κορυφές ή υψώματα: Ακραία Ήρα στην Κόρινθο και το Αργός,… …   Dictionary of Greek

  • ακραίος — α, ο αυτός που βρίσκεται στην άκρη ή τα άκρα: Υποστηρίζει πάντα ακραίες απόψεις. – Ακραίο στρατιωτικό φυλάκιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκραῖον — ἀκραῖος extremities masc acc sg ἀκραῖος extremities neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραῖα — ἀκραῖος extremities neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • ἀκραία — ἀκραί̱ᾱ , ἀκραῖος extremities fem nom/voc/acc dual ἀκραί̱ᾱ , ἀκραῖος extremities fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραίας — ἀκραί̱ᾱς , ἀκραῖος extremities fem acc pl ἀκραί̱ᾱς , ἀκραῖος extremities fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραίων — ἀκρᾱίων , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut gen pl (doric) ἀκραί̱ων , ἀκραῖος extremities fem gen pl ἀκραί̱ων , ἀκραῖος extremities masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Acraevs — ACRAEVS, i, Græc. Ἄκραιος, ου, ein Beynamen, insonderheit des Jupiters, welcher so viel als Arcium præses bedeutet, und auf den alten Münzen hin und wieder gesehen wird. Die Einwohner zu Smirna verehreten ihn unter diesem Namen an einem hohen… …   Gründliches mythologisches Lexikon


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»